- ανωνυμογραφία
- ητο να μη βάζει κανείς την υπογραφή του σε όσα γράφει: Με την ανωνυμογραφία συνήθως επιδιώκεται δόλιος σκοπός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανωνυμογραφία — η 1. ανυπόγραφη αλληλογραφία 2. ανυπόγραφη δημοσίευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανώνυμος + γραφή. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημ. Άστυ] … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek